σάλιξ

σάλιξ
η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών με 160 περίπου ήδη, από τα οποία φύονται στην Ελλάδα 10 περίπου, που είναι γνωστά με την κοινή ονομασία ιτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. salix < λατ. salix «ιτιά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιτιά — Κοινή ονομασία φυλλοβόλων, δίοικων δέντρων και θάμνων, του βοτανικού γένους σάλιξ, της οικογένειας των σαλικιδών (δικοτυλήδονα). Οι ι. χαρακτηρίζονται από τα μικρά, γυμνά άνθη τους (αχλαμυδωτά, δηλαδή χωρίς στεφάνη), που είναι μόνο αρσενικά ή… …   Dictionary of Greek

  • σαλικώδη — τα, Ν βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που περιλαμβάνει μόνον την οικογένεια σαλικίδες, στην οποία ανήκουν δύο γένη, το σάλιξ, οι γνωστές ιτιές, και το πόπουλος, οι γνωστές λεύκες …   Dictionary of Greek

  • κλαίουσα — Ονομασία είδους ιτιάς που ονομάζεται επιστημονικά σάλιξ η βαβυλωνική. Βλ. λ. ιτιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”